Ορισμοί – Διαταραχές

Καθυστέρηση λόγου και ομιλίας

Όταν ένα παιδί γεννιέται αρχίζει να είναι πιο εμφανής η ανάπτυξή του συγκριτικά με την εμβρυική ζωή. Αναπτύσσεται κινητικά, ψυχικά, νοητικά και γλωσσικά. Η ομιλία και ο λόγος ενός παιδιού αναπτύσσεται φυσιολογικά ακολουθώντας συγκεκριμένα στάδια.

Φυσιολογικά, η ομιλία και ο λόγος ενός παιδιού ακολουθεί τα εξής στάδια:

  • Έως 12 μηνών: – Το μωρό αντιδρά στους ήχους. – Κάνει βλεμματική επαφή. – Αναγνωρίζει τη φωνή της μητέρας του. – Χαμογελά όταν του μιλάτε. – Ανταποκρίνεται στο όνομά του. – Γυρίζει το κεφάλι του προς την πηγή των ήχων. – Διαθέτει κάποιο βασικό λεξιλόγιο (μαμά, μπαμπά, μπάλα κ.α).
  • Έως 2 χρονών: – Το λεξιλόγιό του διαθέτει 20-50 λέξεις. – Υπακούει σε απλές εντολές όπως ΄΄όχι, έλα, φέρε΄΄. – Χρησιμοποιεί δύο λέξεις για να σχηματίσει φράσεις. – Χρησιμοποιεί συμβολικά διάφορα παιχνίδια (π.χ τάϊσμα μωρού κ.α).
  • Έως 3 χρονών: – Απαντάει σε ερωτήσεις. – Κάνει απλές προτάσεις. – Μπορεί να παρακολουθήσει ένα διάλογο. – Του αρέσουν τα παραμύθια και τα παρακολουθεί με ευκολία. – Κάνει ερωτήσεις.
  • Έως 4 χρονών: – Απαντάει σε όλα τα είδη ερωτήσεων. – Γίνεται κατανοητό και από ανθρώπους που δεν γνωρίζει. – Η ομιλία του πλησιάζει περισσότερο σε αυτή των ενηλίκων όσον αφορά τη γραμματική και το συντακτικό. – Διηγείται τις εμπειρίες του.

Είναι γεγονός ότι κάθε παιδί είναι διαφορετικό και γι’ αυτό μπορεί να υπάρξει κάποια διακύμανση σχετικά με το χρόνο που κατακτά κάποια δεξιότητα, ωστόσο ο μέσος όρος σημαίνει κάτι και ειδικά αν έχει περάσει εξάμηνο και το παιδί δεν παρουσιάζει πρόοδο, τότε θα πρέπει να προβληματιστούμε.

 

Αρθρωτική Διαταραχή

Το φαινόμενο της διαταραγμένης άρθρωσης είναι αρκετά συχνό σε παιδιά μικρής ηλικίας. Παίρνοντας ως δεδομένο οτι τόσο το νοητικό δυναμικό όσο και η γλωσσική και νευρολογική εξέλιξη του παιδιού είναι φυσιολοκά, τότε κάνουμε λόγο για μια περίπτωση αρθρωτικής διαταραχής, η οποία μπορεί να είναι ελαφράς, μέτριας ή ακόμη και σοβαρής μορφής.

Κατά την ανάπτυξη ενός παιδιού ο γονιός παρατηρεί διάφορες αλλαγές να συντελούνται τόσο σε σωματικό όσο και σε νοητικό επίπεδο. Κατά κύριο λόγο, ένας γονιός διαπιστώνει οτι μήνα με το μήνα το παιδί ψηλώνει, αναπτύσσεται, ωριμάζει η συμπεριφορά του και αλλάζει και η ομιλία του. Τι συμβαίνει όμως όταν περνά ένα εύλογο χρονικό διάστημα και η ομιλία του παιδιού δεν εξελίσσεται και παραμένει ακόμη μερικώς ή ολικώς ακατάληπτη όπως όταν ήταν μικρό.

Το φαινόμενο της διαταραγμένης άρθρωσης είναι αρκετά συχνό σε παιδιά μικρής ηλικίας. Παίρνοντας ως δεδομένο οτι τόσο το νοητικό δυναμικό όσο και η γλωσσική και νευρολογική εξέλιξη του παιδιού είναι φυσιολοκά, τότε κάνουμε λόγο για μια περίπτωση αρθρωτικής διαταραχής, η οποία μπορεί να είναι ελαφράς, μέτριας ή ακόμη και σοβαρής μορφής. Ένας ομιλητής, που εμφανίζει διαταραχή άρθρωσης, παορυσιάζει δυσκολία στην παραγωγή και σύνθεση των φωνημάτων σε λέξεις. Κύρια σημεία εκδήλωσης του φαινομένου σε αυθόρμητη ομιλία είναι τα ακόλουθα:

  • Παράλειψη: ένας ήχος παραλείπεται ολοκληρωτικά τόσο σε επίπεδο λέξης όσο και σε επίπεδο πρότασης (π.χ. «ρόδα» → «όδα»)
  • Αντικατάσταση: ένας ήχος αντικαθίσταται απο έναν άλλον (π.χ. «ρόδα»→ «λόδα»)
  • Αλλοίωση: ένας ήχος παράγεται αλλοιωμένος στην προσπάθεια να τοποθετηθεί σωστά μέσα στη λέξη
  • Επένθεση: ένας ήχος ή συλλαβή τοποθετείται μέσα στη λέξη (π.χ. «τρομπόνι» → «τορομπόνι»)

Οι διαταραχές άρθρωσης πηγάζουν απο τη δυσκολία στην ακουστική διάκριση των λεπτών χαρακτηριστικών διαφοροποιητικών στοιχείων ανάμεσα στους ήχους, που έχουν είτε κοινό τόπο ή τρόπο άρθρωσης. Το ενδεχόμενο ύπαρξης βαρηκοϊας, νοητικής υστέρησης ή γλωσσικής διαταραχής είναι δυνατό να μειώσει την καταληπτότητα της ομιλίας του παιδιού. Η έγκαιρη διάγνωση της διαταραχής και ένταξη του ατόμου σε πρόγραμμα αποκατάστασης είναι η σοφότερη λύση για την αποφυγή ύπαρξης εμποδίων στη συνολική του ανάπτυξη.

Νοητική υστέρηση

Η περίοδος ανάπτυξης ενός παιδιού συντελείται απο την χρονική στιγμή της σύλληψής του έως το 16ο έτος της ζωής του. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ενδέχεται να εκδηλωθεί μια παθολογική κατάσταση, στην οποία αναφερόμαστε ως νοητική υστέρηση.

Σήμερα, οι ειδικά εκπαιδευμένοι Ψυχολόγοι μπορούν να χορηγήσουν σε ένα παιδί 6 – 16 ετώνένα σταθμισμένο τέστ εκτίμησης νοητικού δυναμικού και να αποφανθούν σε ποιό νοητικό επίπεδο βρίσκεται το παιδί. Τα παιδιά με νοητική υστέρηση παρουσιάζουν χαμηλότερη νοητική ικανότητα απο το μέσο όρο των παιδιών της ίδιας χρονολογικής ηλικίας.

Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Οργανισμό για τη Νοητική Καθυστέρηση, η νοητική καθυστέρηση αναφέρεται σε σημαντικούς περιορισμούς στην παρούσα λειτουργία του ατόμου. Χαρακτηρίζεται απο, σημαντικά κάτω του μέσου όρου διανοητικές λειτουργίες, οι οποίες συνυπάρχουν με σχετικούς περιορισμούς σε δύο ή περισσότερες απο τις ακόλουθες κατηγορίες δεξιοτήτων λειτουργικής προσαρμογής:

  • την επικοινωνία
  • την αυτοεξυπηρέτηση
  • την διαβίωση στο σπίτι
  • τις κονωνικές σχέσεις
  • τη χρήση κοινωνικών παροχών
  • τον αυτοπροσανατολισμό
  • την υγεία
  • την ασφάλεια
  • την λειτουργικότητα στον ακαδημαϊκό τομέα, στην ψυχαγωγία και στον επαγγελματικό χώρο.

Η νοητική καθυστέρηση εκδηλώνεται πριν απο την ηλικία των 18 ετών.

Η νοητική υστέρηση χωρίζεται σε 4 κατηγορίες, ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας:

  1. ήπια νοητική υστέρηση (Δ.Ν. 50-55 έως 70)
  2. μέτρια νοητική υστέρηση (Δ.Ν. 35-40 έως 50-55)
  3. σοβαρή νοητική υστέρηση (Δ.Ν. 20-25 έως 35-40)
  4. βαριά νοητική υστέρηση (Δ.Ν. <20-25)

Τραυλισμός

 

Τι είναι ο τραυλισμός; ΄

Πρόκειται για μια διαταραχή κατά την οποία η ροή της ομιλίας διακόπτεται απο ακούσιες επαναλήψεις και επιμηκύνσεις ήχων, συλλαβών, λέξεων και φράσεων, ακούσιες παύσεις σιωπής και μπλοκαρίσματα κατά τα οποία ο ομιλητής δεν είναι σε θέση να παράγει ήχους.

Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού;
Ο τραυλισμός έχει πρωτεύουσες και δευτερεύουσες συμπεριφορές. Οι πρωτεύουσες συμπεριφορέςείναι τα πιο ορατά στοιχεία της διαταραχής ροής, όπως είναι η επαναλήψεις ήχων, συλλαβών (π.χ. «πα-πα-πα-πατέρας), λέξεων και φράσεων, οι επιμηκύνσεις ήχων (π.χ. «γγγγγγγγγγγγγγγγάλα») και τα σιωπηλά μπλοκαρίσματα (διακοπή της ομιλίας σε ανάρμοστη στιγμή, η οποία συχνά συνοδεύεται απο μυική ένταση στο πρόσωπο ή σφίξιμο των χειλιών). Οι δευτερεύουσες συμπεριφορές είναι επίκτητες συμπεριφορές, οι οποίες συνδέονται με τις πρωτεύουσες συμπεριφορές. Εδώ γίνεται λόγος για συμπεριφορές διαφυγής, κατά τις οποίες το άτομο που τραυλίζει προσπαθεί να τερματίσει το τραυλικό επεισόδιο. Παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών είναι οι σωματικές κινήσεις, όπως για παράδειγμα η αποφυγή βλεμματικής επαφής, το ανοιγοκλείσιμο των ματιών, η έκταση του αυχένα, το χτύπημα του χεριού και η παρεμβολή ήχων και λέξεων «έναρξης» (π.χ. «εεεε», «αααα», «ξέρεις», «τς»). Επίσης, πολλά άτομα που τραυλίζουν υιοθετούν ως δευτερεύουσα συμπεριφορά την τάση να αποφεύγουν λέξεις ή ήχους, που γνωρίζουν οτι θα πυροδοτήσουν την εκκίνηση ενός τραυλικού επεισοδίου.

Υπάρχει μόνο μια μορφή τραυλισμού;

Ο τραυλισμός μπορεί να είναι είτε εξελικτικός είτε επίκτητος. Ο εξελικτικός τραυλισμός ξεκινά στην παιδική ηλικία, περίπου όταν το παιδί είναι 30 μηνών και συνεχίζει μέχρι και την ενήλικη ζωή στο 20% των περιπτώσεων. Σε αυτή τη μορφή τραυλισμού παρατηρούνται τόσο πρωτεύουσες όσο και δευτερεύουσες συμπεριφορές. Τα περισσότερα παιδάκια που τραυλίζουν δεν το αντιλαμβάνονται και σε αρκετές περιπτώσεις μια περίοδος με πολλά τραυλικά επεισόδια μπορεί να προηγείται μιας περιόδου με φυσιολογική ροή ομιλίας. Ο επίκτητος τραυλισμός είναι τραυλισμός που εμφανίζεται στην ενήλικη ζωή ενός ατόμου, ύστερα απο μια νευρολογική βλάβη, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, όγκο εγκεφάλου ή χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Πόσο συχνό είναι το φαινόμενο του τραυλισμού;

Υπολογίζεται οτι περίπου το 5% των ατόμων θα τραυλίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Το φαινόμενο είναι πιο συχνό στα αγόρια παρά στα κορίτσια. Συνήθως εμφανίζεται στην προσχολική ηλικία και πιο συγκεκριμένα το 2,5% σε ηλικία μικρότερη των 5 ετών. Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά η αναλογία εμφάνισης τραυλισμού στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια μεγαλώνει, εξαιτίας του γρήγορου ρυθμού αποκατάστασης της ροής ομιλίας στα κορίτσια.

Ποιές είναι οι αιτίες του τραυλισμού;

Δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη αιτία που να δικαιολογεί την εμφάνιση του τραυλισμού σε ένα άτομο. Πιστεύεται ότι είναι ένα σύμπλεγμα γεγονότων στην βάση των οποίων βρίσκεται η γενετική κληρονομιά. Παιδιά που έχουν πρώτου βαθμού συγγένεια με ένα άτομο που τραυλίζει είναι πολύ πιθανόν να εμφανίσουν τρυαλισμό. Επίσης, συγγενείς παράγοντες συμβάλλουν εξίσου στη γένεση του τραυλισμού, όπως είναι ένα κρανιακό τραύμα, μια εγκεφαλική παράλυση, ένα στρεσογόνο περιβάλλον διαβίωσης, η γέννηση ενός αδερφού ή ακόμη και η μετακόμιση σε ένα νέο σπίτι. Τέλος, έχει βρεθεί οτι διαταραχές στην κεντρική ακουστική λειτουργία ευθύνονται για την εμφάνιση της συγκεκριμένης διαταραχής ροής ομιλίας.

Τι πρέπει να κάνω αν το παιδί μου τραυλίζει;

Αρχικά, θα πρέπει να παρακολουθήσετε το φαινόμενο με ψυχραιμία και χωρίς να μετάδοσετε στο παιδί την εντύπωση οτι δεν μιλάει καλά. Δώστε λίγο χρόνο να δείτε πως θα εξελιχθεί η ροή της ομιλίας του και καταγράψτε γεγονότα που θεωρείτε οτι πιθανόν πυροδοτούν τα τραυλικά επεισόδια. Στη συνέχεια, επισκευτείτε έναν λογοθεραπευτή και αναφέρατέ του το πρόβλημα. Αφού αξιολογήσει το παιδί θα μπορέσει να σας κατατοπίσει πλήρως για την κατάσταση της ροής της ομιλίας του παιδιού, αν χρειάζεται αποκατάσταση και ποιό θα είναι το θεραπευτικό πρόγραμμα και αν χρειάζεται και η συνδρομή άλλου ειδικού (π.χ. ψυχολόγος).

Το κέντρο είναι πιστοποιημένο απο 20 Σεπτεμβρίου 2010 να εφαρμόζει το πρόγραμμα Lidcombe.

Το πρόγραμμα Lidcombe αναπτύχθηκε στο προάστιο Lidcombe στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας απο ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ και επαγγελματίες κλινικούς στη μονάδα Τραυλισμού του Bankstown Health Service στο Σύδνεϋ.

Πρόκειται για μια συμπεριφοριστική θεραπεία και στοχεύει στις προβληματικές συμπεριφορές του τραυλισμού. Δημιουργήθηκε για παιδιά μικρότερα των 6 ετών αλλά κάποιες φορές εφαρμόζεται και σε παιδιά ηλικίας 7 – 12 ετών. Το πρόγραμμα Lidcombe δεν διεξάγεται απο τον κλινικό (λογοθεραπευτή) αλλά απο τους γονείς. Ο ρόλος του γονιού είναι να κάνει τη θεραπεία στο καθημερινό περιβάλλον του παιδιού και ο ρόλος του κλινικού (λογοθεραπευτή) είναι να εκπαιδεύσει το γονιό να κάνει τη θεραπεία. Ο κλινικός (λογοθεραπευτής) κάνει τη θεραπεία μόνο όταν πρέπει να δείξει στους γονείς πως να κάνουν τη θεραπεία μέσα στα πλαίσια της εκπαίδευσης.

 

Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές

 

Ο όρος Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές υπάρχει και στα 2 έγκυρα ταξινομητικά εγχειρίδια, που είναι το ICD-10 της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και το DSM-IV, διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης.

Είναι όρος που καλύπτει όλο το φάσμα του Αυτισμού. Στη μία άκρη του φάσματος βρίσκεται ητυπική μορφή του αυτισμού, γνωστή ως σύνδρομο Kanner στην άλλη τα υψηλής λειτουργικότητας, το σύνδρομο Asperger και ενδιάμεσα οι άλλες μορφές του αυτισμού.

Αυτή η ομάδα διαταραχών χαρακτηρίζεται απο ποιοτικές ανωμαλίες στις κοινωνικές συναλλαγές και στους τρόπους επικοινωνίας καθώς και απο περιορισμένο, στερεότυπο, επαναλαμβανόμενο ρεπερτόριο ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων. Οι ποιοτικές αυτές ανωμαλίες αποτελούν διάχυτο χαρακτηριστικό της λειτουργικότητας του ατόμου, υπό οιανδήποτε συνθήκη, αν και είναι δυνατό να ποικίλουν σε βαρύτητα.

Στις Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές περιλαμβάνονται τα παρακάτω σύνδρομα:

  • Αυτισμός της παιδικής ηλικίας (σύνδρομο Kanner)
  • Άτυπος αυτισμός
  • Σύνδρομο Rett
  • Άλλη αποργανωτική διαταραχή της παιδικής ηλικίας
  • Διαταραχή υπερδραστηριότητας σχετιζόμενη με νοητική καθυστέρηση και στερεότυπες κινήσεις
  • Σύνδρομο Asperger
  • Άλλες διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές
  • Διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή μη καθοριζόμενη

Βαρηκοϊα – Κώφωση

 

Όταν γίνεται λόγος για βαρηκοϊα, αναφερόμαστε στην έκπτωση της ακουστικής ικανότητας. Όταν αναφερόμαστε σε κώφωση, τότε η ικανότητα ακουστικής αντίληψης των ηχητικών ερεθισμάτων είναι ολοκληρωτικά απούσα.

Σύμφωνα με τον Catlin (1978) σημαντικό έλλειμμα ακοής συμβαίνει συνήθως νωρίς στη ζωή. Το50% της παιδικής κώφωσης παρουσιάζεται μέσα στο πρώτο έτος ζωής του παιδιού.

Το έλλειμμα ακοής κατατάσσεται ανάλογα με τον χρόνο που παρουσιάζεται, δηλαδήπρογεννητικό, περιγγενητικό και μεταγεννητικό. Το προγλωσσικό αναφέρεται στο έλλειμμα ακοής που παρουσιάζεται πριν την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας (πριν απο την ηλικία των 3 ετών περίπου). Το μεταγλωσσικό αναφέρεται στο έλλειμμα ακοής που παρουσιάζεται μετά την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας.

Το συγγενές νευροαισθητηριακό έλλειμμα ακοής έχει τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας καθώς επίσης και στην κονωνικοποίηση και στις ενδοοικογενειακές σχέσεις του παιδιού. Οποιοδήποτε έλλειμμα ακοής έχει επίδραση στο παιδί και η συντομότερη αποκατάστασή του είναι απαραίτητη. Εν μέρει, μαθαίνουμε ό,τι ακούμε. Η πρώιμη διάγνωση της βαρηκοϊας στην βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία είναι υψίστης σημασίας τόσο για την άμεση ιατρική αντιμετώπιση του θέματος όσο και για την εκπαιδευτική παρέμβαση στη συνέχεια, ώστε το άτομο να αποκτήσει τη δυνατότητα επικοινωνίας του με το περιβάλλον.

Αίτια της παιδικής βαρηκοϊας:

Η βαρηκοϊα που εκδηλώνεται πολύ νωρίς στη βρεφική ηλικία οφείλεται σε βλάβες του περιφερειακού νευροαισθητηριακού τμήματος της ακοής. Οι παράγοντες που προκαλούν αυτές τις βλάβες είναι:

  • Κληρονομικοί: Η κληρονομική βαρηκοϊα οφείλεται σε γενετικές ανωμαλίες, για τις οποίες ευθύνονται παθολογικά γονίδια ή γονιδιακές μεταλλάξεις που συμβαίνουν είτε τυχαία είτε υπο την επίδραση εξωγενών παραγόντων
  • Συγγενείς: Η συγγενής ή προγεννητική βαρηκοϊα οφείλεται σε νοσήματα της εγκύου κυρίως το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, δηλάδη κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του κοχλία.
  • Επίκτητοι: Η επίκτητη βαρηκοϊα οφείλεται σε μηνιγγίτιδα, χρήση ωτοτοξικών φαρμάκων και ιώσεις

Επιπτώσεις του ελλείμματος ακοής στον λόγο και την ομιλία:

Το έλλειμμα ακοής δεν προκαλεί ένα συγκεκριμένο πρόβλημα επικοινωνίας. Οι επιπτώσεις του εξαρτώνται πο πολλούς παράγοντες μερικοί απο τους οποίους είναι π βαθμός ελλείμματος, η διαμόρφωσή του, η ηλικία που εμφανίστηκε, η ηλικία που άρχισε η αποκατάστασή του, το νοητικό επίπεδο, η συμπαράσταση της οικογένειας κ.α.

Το κύριο πρόβλημα που προκύπτει απο το έλλειμμα ακοής είναι η απώλεια μερικών ή όλων των ακουστικών στοιχείων της ομιλίας. Η περισσότερη ακουστική ενέργεια της ομιλίας βρίσκεται στα φωνήεντα, μικρότερη στα ηχηρά σύμφωνα και ακόμη μικρότερη στα άηχα σύμφωνα. Επίσης, η ενέργεια του κάθε στοιχείου βρίσκεται συγκεντρωμένη σε διαφορετική συχνότητα. Επομένως, ανάλογα με τον βαθμό ελλείμματος ακοής και τις συχνότητες που βρίσκεται, θα προκαλεί και τις ανάλογες απώλειες ακουστικών στοιχείων.

Βαθμός βαρηκοϊας και επιπτώσεις στην παιδική ηλικία:

  • Πολύ μικρό έλλειμμα ακοής (16 – 25 dBHL) Μπορεί να μην ακούγονται τα άηχα σύμφωνα. Τα παιδιά μπορεί να παρουσιάσουν μικρή καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και μικρές διαταραχές στην άρθρωση.
  • Μικρό έλλειμμα ακοής (26 – 40 dBHL) Δεν ακούγονται αρκετά απο τα στοιχεία της ομιλίας σε επίπεδο κανονικής έντασης ομιλίας. Ακούγονται καλύτερα τα φωνήεντα αλά όχι τα περισσότερα σύμφωνα. Παιδιά με τέτοιο έλλειμμα ακοής παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, διαταραχές στην άρθρωση και ίσως μαθησιακές διαταραχές.
  • Μέτριο έλλειμμα ακοής (41 – 55 dBHL) Δεν ακούγονται τα περισσότερα απο τα στοιχεία της ομιλίας σε επίπεδο κανονικής έντασης. Παιδιά με τέτοιο έλλειμμα ακοής παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, διαταραχές στην άρθρωση και μαθησιακές διαταραχές.
  • Μέτριο έως μεγάλο έλλειμμα ακοής (56 – 70 dBHL) Δεν ακούγεται κανένα στοιχείο της ομιλίας σε κανονικό επίπεδο έντασης της ομιλίας. Ακούνε μόνο δυνατή ομιλία απο κοντινή απόσταση και δυνατούς ήχους του περιβάλλοντος. Παιδιά με τέτοιο έλελιμμα ακοής παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής, μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας και σοβαρές μαθησιακές διαταραχές.
  • Μεγάλο έλλειμμα ακοής (71 – 90 dBHL) Παιδιά με τέτοιο έλλειμμα ακοής μπορούν να αναπτύξουν λόγο και ομιλία μόνο με συστηματική βοήθεια και παρουσιάζουν πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας και πολύ σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες.
  • Πολύ μεγάλο έλλειμμα ακοής (91+ dBHL) Δεν ακούγεται σχεδόν κανένας ήχος χωρίς ενίσχυση της ακοής. Με ενίσχυση ίσως ακούγονται δυνατοί θόρυβοι του περιβάλλοντος και ο ρυθμός της ομιλίας. Οι κωφοί ανήκουν σε αυτή την κατηγορία και παρουσιάζουν επιπλεόν προβλήματα αντήχησης, προσωδίας και φώνησης.

Εξέταση της ακοής

  • Εξέταση με τονοδότες
  • Ακοομετρία καθαρών τόνων
  • Ομιλητική ακοομετρία
  • Ακοομετρία ακουστικής αντίστασης ή αγωγιμότητας
  • Τυμπανομέτρια
  • Ακοομετρία προκλητών ακουστικών δυναμικών
  • Ωτοακουστικές εκπομπές

Αφασία

 

Αφασία είναι ένας όρος, ο οποίος προκαλεί αρκετά μεγάλη σύγχιση στα άτομα που το ακούν. Λανθασμένα τις περισσότερες φορές τον χρησιμοποιούμε στη φράση «αυτός/η είναι σε αφασία» και στο μυαλό μας σχηματίζεται η εικόνα ενος ατόμου, που βρίσκεται σε κόμμα και δεν μπορεί να αντιδράσει σε κανένα ερέθισμα. Η πραγματικότητα είναι οτι η αφασία είναι μια διαταραχή της επικοινωνίας, η οποία προκαλείται απο εγκεφαλική βλάβη.

Η αφασία είναι αποτέλεσμα εγκεφαλικής βλάβης, η οποία μπορεί να έχει προκληθεί απο τους ακόλουθους παράγοντες:

  • Εγκεφαλικό επεισόδιο
  • Εγκεφαλική αιμορραγία
  • Εγκεφαλικό έμφρακτο
  • Τραύμα στον εγκέφαλο
  • Όγκος στον εγκέφαλο

Το κέντρο του λόγου βρίσκεται σε συγκεκριμένο σημείο του εγκεφάλου. Όταν σημειωθεί βλάβη σε αυτό το σημείο, τότε εκδηλώνεται αφασία.

Όταν ένα άτομο, ύστερα απο εγκεφαλική βλάβη, διαγνώσκεται με αφασία, παρουσιάζει διαταραχές στο λόγο. Τα πιο συνήθη συμπτώματα είναι τα εξής:

  • Διαταραγμένη αντίληψη του λόγου
  • Διαταραγμένη εκπομπή του λόγου
  • Διαταραγμένη αναγνωστική ικανότητα
  • Διαταραγμένη ικανότητα γραφής

Σε σπάνιες περιπτώσεις ένα άτομο παρουσιάζει μόνο αφασία. Συνήθως η εγκεφαλική βλάβη επηρρεάζει και άλλες περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες ορίζουν διαφορετικές ανθρώπινες λειτουργίες. Συνεπώς, ύστερα απο μια εγκεφαλική βλάβη ένα άτομο μπορεί εκτός απο αφασία να εμφανίζει και πρόσθετες διαταραχές, όπως είναι η ημιπληγία, η ημιοψία (απώλεια της μισής όρασης), η απραξία, η δυσφαγία, η επιληψία, οι διαταραχές μνήμης και οι συναισθηματικές διαταραχές.

Δεν παρουσιάζουν όλα τα άτομα τον ίδιο τύπο ή μορφή αφασίας. Η βαρύτητα της διαταραχής επικοινωνίας καθώς και η πρόγνωση εξαρτώνται απο πολλούς παράγοντες, όπως είναι η ηλικία του ατόμου, η έκταση και η εστία της εγκεφαλικής βλάβης, η χρονική στιγμή έναρξης προγράμματος αποκατάστασης και η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου.

Το συγγενικό περιβάλλον του ατόμου, που παρουσιάζει αφασία με/ χωρίς πρόσθετες διαταραχές, θα πρέπει να συμβουλευτεί το θεράποντα ιατρό για να λάβει τις απαραίτητες οδηγίες για το πρόγραμμα αποκατάστασης, που θα πρέπει να εφαρμοστεί. Ο γιατρός είναι το πλέον αρμόδιο πρόσωπο να κατευθύνει τους ενδιαφερόμενους στους κατάλληλους ειδικούς θεραπευτές, οι οποίοι μπορούν να αναλάβουν με επάρκεια και ασφάλεια ένα άτομο με αφασία και να συμβάλλουν στην αρτιότερη και ταχύτερη αποκατάσταση των διαταραγμένων λειτουργιών, που παρουσιάζει.

Δυσφωνία

 

Δυσφωνία είναι ο ιατρικός όρος, που περιγράφει τις διαταραχές της φωνής. Ορίζεται ως η ανικανότητα ή ανεπάρκεια να παράγει κανείς ήχους χρησιμοποιώντας τα φωνητικά του όργανα.

Ένα άτομο που πάσχει απο δυσφωνία, ενδέχεται να παράγει τραχειά, πνιγενή, μειωμένης έντασης, με σπασίματα, αναπνευστική, βραχνή ή αδύναμη φωνή. Βασική προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί δυσφωνικός έιναι να παράγει έστω ένα είδος φωνής. Αν δεν παράγει καθόλου φωνή, τότε χαρακτηρίζεται ως άτομο που πάσχει απο Αφωνία.

Η φωνή παράγεται κατά τη διέλευση του αέρα μέσα απο της φωνητικές χορδές και μετά απο τη δόνηση αυτών. Οι διαταραχές στη φώνηση ενδέχεται να είναι απόρροια ποικίλων συνθηκών.

Διαταραχές Φώνησης Οργανικής Αιτιολογίας

  • Ασθένειες του λάρυγγα
    1. Βακτηριδιακή/ ιώδης/ μυκητιακή μόλυνση
    2. Καλοήθης ασθένεια του λάρυγγα (οξεία / χρόνια λαρυγγίτιδα, κονδυλώματα, κύστεις των φωνητικών χορδών, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, άσθμα)
    3. Κακοήθης ασθένεια του λάρυγγα
  • Ανατομικές ανωμαλίες
    1. Ανατομικές δυσμορφίες εκ γενετής (λαρυγγικός ιστός)
    2. Τραύμα/ κάκωση του λάρυγγα (ύστερα απο ατύχημα ή στραγγαλισμό ή διασωλήνωση ή εισπνοή χημικών ή αιχμηρό αντικείμενο)
  • Νευρολογικές παθήσεις (καρδιαγγειακό επεισόδιο, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εκφυλιστικά νοσήματα, ιδιοπάθεια)
  • Ενδοκρινολογικοί παράγοντες
    1. Διαταραχή του ενδοκρινολογικού συστήματος (υποθυρεοειδισμός, υπερθυρεοειδισμός)
    2. Ασθένεια του ενδοκρινολογικού συστήματος
    3. Λήψη φαρμάκων

Διαταραχές φώνησης λόγω (κακής) φωνητικής συμπεριφοράς

  • Υπερλειτουργικές/ υπερκινητικές διαταραχές φώνησης
    1. Φωνητικά οζίδια
    2. Οίδημα του Reinke
    3. Πολύποδες φωνητικών χορδών
    4. Έλκη εξ’ επαφής

Διαταραχές φώνησης ψυχογενούς αιτιολογίας

  • Άγχος
  • Προβλήματα ηβιφωνίας
  • Ψυχογενής δυσφωνία

Διαταραχές φώνησης στα παιδιά

  • Συγγενείς
    1. Λαρυγγικός ιστός
    2. Κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες (π.χ. σχιστίες)
    3. Παράλυση φωνητικών χορδών
    4. Όγκοι
    5. Κώφωση
  • Επίκτητες
    1. Φωνητικά οζίδια
    2. Κονδυλώματα
    3. Τραύμα

Ύστερα απο έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση της διαταραχής που εμφανίζει κάποιος στη φωνή του, ο Λογοθεραπευτής σε συνεργασία με τον Ωτορινολαρυγγολόγο θα εκπονήσουν ένα ατομικό πρόγραμμα αποκατάστασης της φωνητικής διαταραχής με σκοπό την ανακούφιση του ασθενούς απο τα ενοχλητικά συμπτώματα της δυσφωνίας και την αποφυγή επέκτασης και επανεμφάνισης της βλάβης.

Δυσαρθρία

 

H Δυσαρθρία είναι μια διαταραχή της ομιλίας.

Προκαλείται απο βλάβη στους νευρολογικούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν τον κινητικό μηχανισμό της ομιλίας.Χαρακτηρίζεται απο αργές, αδύναμες και ανακριβείς κινήσεις των μυών της ομιλίας.

Ποιά είναι τα άιτια της Δυσαρθρίας;

  • Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο
  • Μόλυνση μέσω της ροής του αίματος (π.χ. μηνιγγίτιδα)
  • Τραύματα στον εγκέφαλο
  • Αλλεργίες ή ανοξία, δηλαδή προσωρινή διακοπή παροχής οξυγόνου στον εγκέφαλο
  • Μεταβολική ανωμαλία (π.χ. πρόβλημα στους ενδοκρινείς αδένες)
  • Ιατρογενής ή ιδιοπαθής ανεπάρκεια (π.χ. δυσκινησία λόγω φαρμακευτικής αγωγής της νόσου Parkinson)
  • Νεοπλάσματα (π.χ. ανάπτυξη όγκων)
  • Εκφυλιστική νόσος

Ποιά είναι τα είδη Δυσαρθρίας;

  • Χαλαρή Δυσαρθρία
  • Σπαστική Δυσαρθρία
  • Αταξική Δυσαρθρία
  • Υποκινητική Δυσαρθρία
  • Υπερκινητική Δυσαρθρία

Ποιά είναι τα συμπτώματα της Δυσαρθρίας;

Τα συμπτώματα της Δυσαρθρίας κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το είδος. Πιο συγκεκριμένα:

  • Χαλαρή Δυσαρθρία: η βλάβη εντοπίζεται στους κάτω κινητικούς νευρώνες και τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά της είναι η αναπνευστική ομιλία, η λαχανιασμένη χροιά φωνής, η υπερένρινη προφορά και οι ανακρίβειες στην εκφορά συμφώνων.
  • Σπαστική Δυσαρθρία: η βλάβη εντοπίζεται στους άνω κινητικούς νευρώνες και τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά της είναι η τεταμένη, πνιγενής και τραχειά χροιά φωνής, η υπερένρινη προφορά, η χαμηλή ταχύτητα και οι ανακρίβειες στην εκφορά συμφώνων.
  • Αταξική Δυσαρθρία: η βλάβη εντοπίζεται στην παρεγκεφαλίδα και τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά είναι οι ανακρίβειες στην εκφορά συμφώνων, ο υπερβολικός και ίσος τονισμός σε άσχετα σημεία της ομιλίας και ο ακανόνιστος αρθρωτικός διαχωρισμός των φθόγγων – συλλαβών.
  • Υποκινητική Δυσαρθρία: η βλάβη εντοπίζεται στο εξωπυραμιδικό σύστημα και τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά είναι ο μονότονος τονισμός και η μονότονη ένταση φωνής, η μειωμένη εμφατικότητα, οι ανακρίβειες στην εκφορά συμφώνων, οι ανάρμοστες σιωπές, τα μικρά διαστήματα βιαστικής εκφοράς του λόγου και οι γρήγορες αναπνοές.
  • Υπερκινητική Δυσαρθρία: η βλάβη εντοπίζεται στο εξωπυραμιδικό σύστημα και τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά είναι οι ανακρίβειες στην εκφορά συμφώνων, τα παρατεταμένα μεσοδιαστήματα στην εκφορά φθόγγων – λέξεων, η ασταθής ταχύτητα ομιλίας, ο μονότονος τονισμός, η μονότονη ένταση φωνής, η τραχειά χροιά φωνής, οι άτοπες σιωπές και η υπερβολική διακύμανση της έντασης της φωνής.

ΔΕΠ/Υ

Όλοι μας μπορεί κάποιες φορές να δυσκολευόμαστε να μείνουμε ακίνητοι ή να συγκεντρωθούμε σε κάτι ή να ελέγξουμε μια παρόρμηση. Αλλά για κάποια παιδιά και ενήλικες το πρόβλημα είναι τόσο έντονο και διαρκές που τους δυσκολεύει την καθημερινότητα στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά ή και στις προσωπικές σχέσεις.

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα είναι μια νευροβιολογική διαταραχή. Χαρακτηρίζεται απο αναπτυξιακή ανάρμοστη παρορμητικότητα, δυσκολία στην συγκέντρωση της προσοχής και κάποιες φορές και υπερκινητικότητα. Παρόλο που οι ενήλικες με ΔΕΠ-Υ μπορεί να είναι πολύ επιτυχημένοι στην καθημερινή τους ζωή χωρίς την κατάλληλη διάγνωση και αποκατάσταση η ΔΕΠ-Υ μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες. Αυτές οι συνέπειες μπορεί να είναι η σχολική αποτυχία, η κατάθλιψη, η διαταραχή συντονισμού, οι αποτυχημένες προσωπικές σχέσεις και η ουσιαστική κακοποίηση. Η πρώιμη διάγνωση και αποκατάσταση είναι εξαιρετικά σημαντικές.

Μέχρι πρόσφατα, πιστεύαμε οτι η ΔΕΠ-Υ αποβάλλεται στην ενήλικη ζωή. Αυτό όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Γι΄αυτό το λόγο πρέπει να γίνεται νωρίς η διάγνωση και η αποκατάσταση με σκοπό το άτομο να μην έχει δυσκολίες στην ενήλικη ζωή του, όπως συναισθηματικές διαταραχές και επαγγελματικές και προσωπικές δυσκολίες.

Γλωσσική Εξελικτική Διαταταχή

Η Γλωσσική Εξελικτική Διαταραχή είναι μια κατάσταση κατά την οποία το παιδί δεν μαθαίνει τόσο γρήγορα όσο οι συνομήλικοί του. Για παράδειγμα, ένα 5χρονο παιδί μπορεί να μιλά και να κατανοεί τον προφορικό λόγο όπως ένα 3χρονο παιδί. Αυτά τα παιδιά μπορεί να έχουν φυσιολογική νοημοσύνη, ή μπορεί να βρίσκονται σε μια κατάσταση στην οποία συνυπάρχει νοητική καθυστέρηση, που προκαλεί την καθυστέρηση στο λόγο. Η Γλωσσσική Εξελικτική Διαταραχή μπορεί να είναι κληρονομική ή γενετική όταν δεν συνυπάρχει νοητική υστέρηση ή κάποια άλλη αναπηρία. Επίσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα βαρηκοϊας.

Τα παιδιά με Γλωσσική Εξελικτική Διαταραχή μαθαίνουν ακριβώς με την ίδιο τρόπο τη γλώσσα όπως και οι φυσιολογικά αναπτυσόμενοι συνομήλικοί τους αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Για παράδειγμα, ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη παράγει τις πρώτες του λέξεις σε ηλικία 10 – 12 μηνών, παράγει περισσότερες μεμονωμένες λέξεις μέχρι 18 μηνών, σχηματίζει φράσεις 2 λέξεων σε ηλικία 18 – 20 μηνών και μέχρι την συμπλήρωση του δεύτερου έτους ζωής του παράγει φράσεις μήκους 3 λέξεων. Μέχρι το τρίτο έτος ζωής σχηματίζουν προτάσεις 3 – 4 λέξεων, που αρχίζουν να μοιάζουν με τη γλώσσα των ενηλίκων. Μέχρι το πέμπτο έτος ζωής, τα παιδιά έχουν μάθει το 90% της γραμματικής που θα τους χρειαστεί στη μετέπειτα ζωή τους. Τα παιδιά με μέτρια ή σοβαρή Γλωσσική Εξελικτική Διαταραχή παρουσιάζουν καθυστέρηση στα πρώιμα σημαντικά βήματα ανάπτυξης όπως και δυσκολίες στην εκμάθηση της γλώσσας στο σχολείο (εμπλουτισμός λεξιλογίου, συλλαβισμός, ανάγνωση, γραφή). Αυτά τα παιδιά μπορεί να καταφέρουν να αντισταθμίσουν μόνα τους τα έλλειμματα που έχουν και να “φτάσουν” το σημείο ανάπτυξης των συνομηλίκων τους. Παρόλ’ αυτά σε περιπτώσεις μέτριας και σοβαρής Γλωσσικής Εξελικτικής Διαταραχής προτείνεται το παιδί να κάνει Λογοθεραπεία. Η πρώιμη παρέμβαση στις γλωσσικές δυσκολίες του παιδιού βοηθά στην πιο ομαλή ένταξή του στις σχολικές απαιτήσεις.

Κάποια παιδιά με ήπια ή “κρυφή” γλωσσική διαταραχή ενδέχεται να παρουσιάσουν δυσκολίες στην εκμάθηση της γλώσσας, όταν φτάσουν στο Δημοτικό (π.χ. δυσκολίες στην ανάγνωση). Επίσης, οι δυσκολίες κάποιων παιδιών μπορεί να φαίνεται οτι έχουν ξεπεραστεί αν έχουν παρακολουθήσει Λογοθεραπεία στα πρώτα νηπιακά χρόνια αλλά να επανεμφανίσουν στο Δημοτικό. Τα παιδιά με Γλωσσικές διαταραχές αντιμετωπίζουν δυσκολίες και στην κοινωνική τους συναναστροφή με συνομηλίκους. Για παράδειγμα, μπορεί να δυσκολεύονται να στηρίξουν την άποψή τους πάνω σε ένα θέμα, να καταλάβουν ένα αστείο ή ένα ανέκδοτο ή ακόμα και να διατηρούν το ίδιο θέμα συζήτησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως τα παιδιά παραγκωνίζονται απο τους συμμαθητές τους και περιθωριοποιούνται. Τότε, αρχίζουν να νοιώθουν έντονη συναισθηματική φόρτιση και μπορεί να συμπεριφερθούν ανάρμοστα προς τους κοινωνικούς κανόνες.

 
Go to Top