Το τενόντιο πέταλο του ώμου σχηματίζεται από τη συνένωση των καταφυτικών τενόντων του υπερακανθίου, του υπακανθίου και του ελάσσονος στρογγύλου μυός, συμμετέχει στην απαγωγή και την έξω στροφή του άνω άκρου αλλά και στη γενικότερη σταθερότητα της άρθρωσης του ώμου.
Μια πλήρης ρήξη του τενοντίου πετάλου συνήθως είναι το αποτέλεσμα μιας χρόνιας τενοντίτιδας, αλλά μερικές φορές μπορεί να συμβεί αιφνίδια έπειτα από πτώση ή κάκωση του ώμου.
Το μέγεθος της ρήξεως μπορεί να ποικίλλει, πιο συχνά όμως η ρήξη αφορά τον υπερακάνθιο τένοντα και μάλιστα κοντά στη πρόσφυσή του στο οστό του μείζονος βραχιονίου ογκώματος της κεφαλής του βραχιονίου.
Η ρήξη μπορεί να συμβεί σε άτομα όλων των ηλικιών, αν και είναι συχνότερη στις μεγαλύτερες ηλικίες, όπου οι τένοντες έχουν ήδη υποστεί κάποιου βαθμού εκφύλιση.
Υπάρχει επίμονος, έντονος πόνος, κυρίως νυχτερινός, ο οποίος δεν βελτιώνεται με τη συντηρητική θεραπεία, σε συνδυασμό με αδυναμία άρσης και απαγωγής του μέλους και δυσκολία κατά την καθημερινή δραστηριότητα.
Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση από τον θεράποντα ιατρό και επιβεβαιώνεται με τη μαγνητική τομογραφία, που είναι μια αποτελεσματική μέθοδος για την απεικόνιση των μαλακών μορίων του ώμου.
Οι ρήξεις του τενοντίου πετάλου του ώμου απαιτούν χειρουργική αποκατάσταση. Χρησιμοποιούμε αποκλειστικά αρθροσκοπικές χειρουργικές τεχνικές για την αποκατάσταση αυτών των ρήξεων σε όλους τους ασθενείς.
Η αρθροσκοπική επέμβαση γίνεται διαμέσου μιας ειδικής κάμερας (του αρθροσκοπίου), η οποία εισέρχεται μέσω μιας μικρής τομής δέρματος (5-7 mm) μέσα στην άρθρωση του ώμου.
Ο χειρουργός έτσι μπορεί να ελέγξει με μεγάλη ακρίβεια το τενόντιο πέταλο και να επέμβει με ειδικά σχεδιασμένα και μικρά σε μέγεθος εργαλεία, τα οποία εισέρχονται στην άρθρωση από 2-3 άλλες μικρές τομές του δέρματος.
Κατόπιν γίνονται η συρραφή των τενόντων με ειδικά ράμματα και η επανακαθήλωσή τους στην ανατομική τους θέση με τη βοήθεια οστικών αγκυρών.
Οι οστικές άγκυρες είναι απορροφήσιμα εμφυτεύματα, τα οποία τοποθετούνται μέσα στο οστό.
Από το άνω άκρο της άγκυρας, που βρίσκεται στην επιφάνεια του οστού, ξεκινούν 2-3 ράμματα τα οποία οδηγούνται με ειδικά εργαλεία μέσα από τον τένοντα που έχει ραγεί.
Ακολουθεί η διενέργεια των αρθροσκοπικών κόμπων, οι οποίοι έλκουν και καθηλώνουν το τενόντιο πέταλο στην αρχική του θέση.
Ακολούθως εκτελούμε πάντα μια αρθροσκοπική ακρωμιοπλαστική.
Στην ακρωμιοπλαστική, το πρόσθιο τμήμα του ακρωμίου, του οστού δηλαδή που βρίσκεται πάνω από το τενόντιο πέταλο, λειαίνεται με ειδικό αρθροσκοπικό εργαλείο, έτσι ώστε να υπάρχει λεία και επίπεδη επιφάνεια πάνω από τον τένοντα.
Η μετεγχειρητική ακινητοποίηση εξαρτάται από το μέγεθος της ρήξεως και την ποιότητα του τένοντα αλλά και του οστού.
Συνήθως, η παθητική κινητοποίηση του ώμου αρχίζει άμεσα για 3-6 εβδομάδες και ακολουθεί η ενεργητική κινητοποίηση καθώς και ασκήσεις για τη μυϊκή ενδυνάμωση των στροφέων και του δελτοειδούς.
Η αρθροσκοπική επέμβαση έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι της κλασικής ανοιχτής χειρουργικής.
Η διενέργεια της επεμβάσεως μέσω πολύ μικρών τομών, άρα με ελάχιστο τραυματισμό των ιστών, εξασφαλίζει:
Η αρθροσκοπική αποκατάσταση των ρήξεων του τενοντίου πετάλου του ώμου αποτελεί σήμερα μια εξαιρετική λύση για την οριστική θεραπεία των ασθενών, αφού προσφέρει πολύ ικανοποιητικά και αξιόπιστα αποτελέσματα.
ΔΑΛΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ