Η βλεφαροπλαστική μπορεί να αφορά τα ένα ή και τα δύο βλέφαρα, δηλαδή το άνω ή/και το κάτω. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις περίσσιου δέρματος, που μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διαδικασία της γήρανσης, σε περιπτώσεις μεγάλης απώλειας βάρους, αλλά ακόμα και σε νεότερη ηλικία λόγω κληρονομικότητας. Η επέμβαση γίνεται συνήθως υπό τοπική αναισθησία και δίνει γρήγορα ένα εντυπωσιακά νεανικό αποτέλεσμα.
Στο άνω βλέφαρο το περίσσιο δέρμα μπορεί να αφορά όλο το μήκος του βλεφάρου ή μόνο το έξω τριτημόριο, υπό την ουρά του φρυδιού. Κάποιες φορές οι πτυχώσεις είναι τόσο έντονες που μπορεί να εμποδίζουν ακόμα και την όραση.
Στο κάτω βλέφαρο οι «σακούλες» στα μάτια θα πρέπει να διευκρινιστεί πως οφείλονται σε περίσσια δέρματος και όχι σε λεμφική στάση. Συνήθως υπάρχει πρόπτωση του λίπους και χαλάρωση των μυών, όπως και στο άνω βλέφαρο. Σε άλλες περιπτώσεις, το βλέφαρο μπορεί να «κρεμάει» αποκαλύπτοντας το «άσπρο» του ματιού στα χαμηλότερα σημεία του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι βλεφαροπλαστική θα δώσει λύση.
Και στα δύο βλέφαρα οι λεπτές τομές θα γίνουν κατά μήκος του βλεφάρου, ώστε σύντομα και μετά την επούλωση του τραύματος να είναι αόρατες κρυμμένες μέσα στις λεπτές φυσικές πτυχώσεις. Η επέμβαση θα γίνει συνήθως υπό τοπική αναισθησία, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μέθη (monitor assisted catastoly) ή και γενική αναισθησία, ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενή. Ωστόσο, στη συντριπτική πλειοψηφία ο ασθενής δε θα χρειαστεί να νοσηλευτεί. Τις επόμενες ημέρες μετά την επέμβαση οι εκχυμώσεις και το οίδημα είναι τα κυριότερα ευρήματα, αλλά υποχωρούν γρήγορα. Ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει άμεσα στις δραστηριότητές του, αποφεύγοντας όμως την έκθεση στον ήλιο και προστατεύοντας τα μάτια του με γυαλιά ηλίου.
Η βλεφροπλαστική μπορεί συχνά να συνδυαστεί με επεμβάσεις αφαίρεσης δερματικών βλαβών στα βλέφαρα, όπως τα ξανθελάσματα.
Μπορεί επίσης να συνδυαστεί με επεμβάσεις lifting στο μέτωπο, στις ρινοπαρειακές αύλακες, αλλά και με γενικό lifting.