Η κροταφογναθική διάρθρωση είναι η μοναδική άρθρωση στο κρανίο μας, καθιστώντας την κάτω γνάθο το μοναδικό κινητό οστό στο κεφάλι μας. Εχει την ιδιαιτερότητα πως κινείται πάντα σε συνδυασμό με την αντίστοιχή της, σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες αρθρώσεις στο σώμα μας. Επιπλέον, ένα πολύπλοκο μυϊκό δίκτυο προσφύεται στα οστά γύρω από την άρθρωση. Καθώς οι δυνάμεις της μάσησης και της ομιλίας είναι αδιάκοπες και συνεχείς είναι εξαιρετικά συνήθεις οι παθήσεις της κροταφογναθικής διάρθρωσης, που αναφέρονται συχνά σαν σύνδρομο κροταφογναθικής.
Το σύνδρομο κροταφογναθικής συνίσταται σε τρεις επιμέρους κατηγορίες:
Ο γναθοπροσωπικός χειρουργός προχωράει στη διάγνωση και αναγνώριση του βαθμού διαταραχής της άρθρωσης καταρχήν μέσα από ένα λεπτομερές ιστορικό και με μία ενδελεχή κλινική εξέταση. Η πανοραμική ακτινογραφία με ανοιχτό και κλειστό στόμα αποτελεί την πρώτη απεικόνιση, αλλά ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να ζητηθεί και μαγνητική ή αξονική τομογραφία των αρθρώσεων.
Η θεραπεία του συνδρόμου κροταφογναθικής είναι διαβαθμισμένη. Στο στάδιο της μυομασητηριακής δυσλειτουργίας, θα δοθούν οδηγίες για κινησιοθεραπεία, μυοχαλαρωτική και/ή αντιφλεγμονώδης αγωγή για το απαραίτητο χρονικό διάστημα και θα γίνει η κατασκευή ένός νάρθηκα σύγκλεισης όταν κριθεί απαραίτητο. Στις πιο επιπλεγμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί να γίνουν πλύσεις της άρθρωσης για λύση των συμφύσεων, εγχύσεις υαλουρονικού οξέος ή αυτόλογου αίματος, με «κλειστές» μεθόδους προσπέλασης ή αρθροσκοπικά. Εξάλλου, εγχύσεις botox μπορούν να πραγματοποιούνται σε περιπτώσεις σύσπασης των μασητηρίων μυών και να δίνουν λύσεις, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το botox είναι ένα φάρμακο. Η συντηρητική και διαβαθμισμένη προσέγγιση είναι η συνηθέστερη, προσφέρει ανακούφιση στον ασθενή και καθυστερεί ή διακόπτει την εξέλιξη της πάθησης. Ανοιχτή χειρουργική προσέγγιση της άρθρωσης γίνεται σε ελάχιστες περιπτώσεις με βαριές, μη αναστρέψιμες βλάβες.