Οι κακοήθεις όγκοι της περιοχής αποτελούν το 3-5% του συνόλου των κακοηθειών. Εμφανίζονται στο στόμα, στη μύτη, στους σιελογόνους αδένες, στα βλέφαρα και στους όγκοι περικογχικούς ιστούς, καθώς και στους λεμφαδένες του τραχήλου, είτε συνεπεία μετάστασης από τους παραπάνω όγκους ή από άγνωστη πρωτοπαθή εστία,  είτε ως πρωτοπαθείς. Στους παραπάνω όγκους έρχονται να προστεθούν οι δερματολογικοί καρκίνοι, όπως το μελάνωμα, οι αιματολογικοί καρκίνοι,  αλλά και οι μεσεγχυματογενείς, όπως το σάρκωμα.

Η πρόγνωση στους διάφορους καρκίνους είναι πολυπαραγοντική και η επιβίωση είναι πάντα ανάλογη όλων αυτών των παραγόντων. Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αντιμετώπιση όμως, εξασφαλίζουν την καλύτερη έκβαση και την ποιότητα ζωής μετά τη μάχη που θα δώσει ο ασθενής.

Ο στοματικός καρκίνος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο του στόματος με συνηθέστερες θέσεις τα χείλη, τη γλώσσα, το έδαφος του στόματος, τις παρειές και τη φατνιακή απόφυση.  Η κλινική εικόνα ποικίλει. Μία μικρή πληγή που δεν επουλώνεται και μπορεί να πονάει, μία σκληρία με ή χωρίς έλκος που επιμένει ή μια διάβρωση επάνω σε προϋπάρχουσα λευκοπλακία, αλλά και άλλες βλάβες μπορεί να υποκρύπτουν καρκινικές αλλοιώσεις.

Οι συνηθέστεροι αιτιολογικοί παράγοντες θεωρούνται το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ, αλλά πέρα από αυτά ενοχοποιούνται σημαντικά η λοίμωξη από τον ιό HPV, διατροφικές συνήθειες και έξεις του ασθενή, καθώς και συστηματικές νόσοι που μπορεί να προκαλούν διαβρώσεις στο στοματικό βλεννογόνο. Ο συνηθέστερος τύπος είναι το ακανθοκυτταρικό ή πλακώδες καρκίνωμα, αλλά συχνοί είναι και οι καρκίνοι των σιελογόνων αδένων. Στην περιοχή μπορεί να αναπτυχθεί επίσης μελάνωμα των βλεννογόνων του στόματος, όγκοι όπως το σάρκωμα, αλλά και όγκοι του λεμφικού συστήματος (εξωλεμφική εντόπιση). Σπανιότερη είναι η εμφάνιση μεταστατικών όγκων από απομακρυσμένες εστίες.  

Η διερεύνηση μιας τέτοιας βλάβης απαιτεί ένα καλό ιστορικό που θα προσδιορίσει το χρόνο πρώτης εμφάνισης, τις συνήθειες και έξεις του ασθενή, την ύπαρξη ή την απουσία συμπτωμάτων και την κλινική εξέταση για ψηλάφηση της βλάβης και των λεμφαδένων του τραχήλου. Θα ζητηθεί αξονική ή μαγνητική τομογραφία του σπλαγχνικού κρανίου και τραχήλου, PET-CT και θα ακολουθήσει  βιοψία. Από όλα αυτά τα στοιχεία θα γίνει η αρχική σταδιοποίηση του καρκίνου και ακολούθως, βάσει των γενικώς αποδεκτών πρωτοκόλλων η ενδεδειγμένη θεραπεία.

Δερματολογικοί Καρκίνοι

Εμφανίζονται στο δέρμα του προσώπου, στα βλέφαρα και τους περικοχικούς ιστούς, καθώς και στην περιοχή του τριχωτού της κεφαλής. Συνήθως, πρόκειται για  βασικοκυτταρικά καρκινώματα, δηλαδή για καρκινώματα που το βάθος τους είναι μικρό και σταματούν στο επίπεδο της βασικής στιβάδας του δέρματος. Έχουν ποικίλη εικόνα και συχνά μοιάζουν με σπίλο ή με ένα μικρό έλκος που ενώ πάει να θεραπευτεί, τελικά ξαναεξελκώνεται. Όταν έχουν μικρό μέγεθος αφαιρούνται εύκολα, πολλές φορές με τοπική αναισθησία. Καθώς δε μεθίστανται, η σωστή εκτομή τους συνιστά και τη θεραπεία τους. Επειδή μπορούν να υποτροπιάζουν, ο ασθενής τίθεται σε τακτική παρακολούθηση. Όταν αποκτήσουν μεγαλύτερο μέγεθος απαιτούν ευρύτερη επέμβαση και πλαστική αποκατάσταση του ελλείματος με τοπικοπεριοχικούς κρημνούς ή με μεταμόσχευση δέρματος.

Τα ακανθοκυτταρικά καρκινώματα του δέρματος ξεπερνούν το βάθος της βασικής στιβάδας. Απαιτούν σταδιοποίηση και αναλόγως αυτής ευρύτερη χειρουργική εκτομή με σύγχρονο λεμφαδενικό καθαρισμό. Ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία ενδέχεται να ακολουθήσουν τη χειρουργική αντιμετώπιση.

Τα μελανώματα του δέρματος και τα σαρκώματα εμφανίζονται επίσης στην περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου.  Η θεραπεία τους θα γίνει πάντα βάσει των παγκοσμίως αποδεκτών guidelines.

Τραχηλική Λεμφαδενοπάθεια

Πολλοί ασθενείς θα παρατηρήσουν κάποια διόγκωση στον τράχηλο, η οποία επιμένει. Οι διογκώσεις αυτές απαιτούν διερεύνηση, καθώς είναι ποικίλης αιτιολογίας. Θα χρειαστεί να γίνει προσεκτική κλινική εξέταση και απεικόνιση της περιοχής. Αρχικά, απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος για να αποκλειστεί η πιθανότητα να οφείλονται σε μία πληθώρα νοσημάτων και λοιμώξεων που μπορούν να προκαλέσουν τραχηλική διόγκωση.  Αν με τον έλεγχο αυτόν δε μπορέσει να αιτιολογηθεί η παρουσία τους, τότε συνήθως θα χρειαστεί η βιοψία αυτών. Το πόρισμα της βιοψίας θα κατευθύνει και την περαιτέρω αντιμετώπιση του ασθενή.