Η Χειρουργική Στόματος είναι ένα σημαντικό κομμάτι στο φάσμα της ειδικότητας της Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής. Περιλαμβάνει τη χειρουργική εξαγωγή έγκλειστων οδόντων, την αφαίρεση κύστεων των γνάθων, τις ακρορριζεκτομές οδόντων, την αποκάλυψη έγκλειστων οδόντων για ορθοδοντικούς λόγους, καθώς και πληθώρα επεμβάσεων των μαλακών μορίων του στόματος. Οι επεμβάσεις αυτές είναι σχεδόν στο σύνολό τους επεμβάσεις μικρής βαρύτητας, που εκτελούνται με τοπική αναισθησία στο χώρο του ιατρείου.
Έγκλειστοι Φρονιμίτες (Σωφρονιστήρες)
Η χειρουργική εξαγωγή των φρονιμιτών αποτελεί τη συνηθέστερη χειρουργική πράξη στο ιατρείο του γναθοπροσωπικού χειρουργού, καθώς αυτά τα δόντια παραμένουν συνηθέστερα ως έγκλειστα ή ημιέγκλειστα στο στόμα των περισσότερων ανθρώπων. Για την εξαγωγή τους απαιτείται η πραγματοποίηση μιας πανοραμικής ακτινογραφίας (ορθοπαντομογράφημα), η οποία δίνει πληροφορίες για τη θέση και τη φορά του εγκλείστου. Ο βαθμός δυσκολίας εξαρτάται από τους δύο αυτούς παράγοντες και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί και μία επιπλέον απεικόνιση - η αξονική τομογραφία κωνικής δέσμης (CBCT) - που θα δώσει ακριβείς πληροφορίες για τη σχέση του εγκλείστου με τις ευγενείς δομές της περιοχής.
Η επέμβαση γίνεται κατά κανόνα με τοπική αναισθησία και η μέση διάρκειά της δεν ξεπερνάει τα 45 λεπτά. Οι τομές είναι μικρές και πάντα με σεβασμό στους ιστούς, ώστε να αποφεύγεται το μετεγχειρητικό οίδημα. Το τραύμα ράβεται και χορηγούνται στον ασθενή οδηγίες και φάρμακα.
Άμεσα μετεγχειρητικά ο πόνος ελέγχεται απόλυτα με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (π.χ. Algofren) και απλά αναλγητικά φάρμακα, όπως η παρακεταμόλη, ενώ την περιεγχειρητική αγωγή συμπληρώνει συχνά και μια αντιβίωση για περίπου 4 ημέρες συνολικά. Τις επόμενες δύο ημέρες είναι αναμενόμενο ένα μικρό οίδημα στην παρειά, δηλαδή στο μάγουλο στην πλευρά της εξαγωγής, το οποίο ,όμως, υποχωρεί σταδιακά από την τέταρτη μετεγχειρητική ημέρα. Τα ράμματα αφαιρούνται κατά κανόνα μία εβδομάδα μετά την επέμβαση, οπότε και έχει επιτευχθεί ικανοποιητικά η επούλωση και το οίδημα έχει υποχωρήσει.
Η επέμβαση είναι σημαντικό να γίνεται από γναθοπροσωπικό χειρουργό, ο οποίος μπορεί να αποφύγει τις επιπλοκές και κυρίως να αντιμετωπίσει τα πιθανά συμβάματα.
Παρά τη μικρή βαρύτητα της επέμβασης μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να προκύψουν επιπλοκές, όπως:
→ στοματοκολπική επικοινωνία (στην περίπτωση άνω σωφρονιστήρων)
→ υπαισθησία του κάτω φατνιακού νεύρου ή/ και του γλωσσικού νεύρου στην κάτω γνάθο
→ αιματώματα αντίστοιχα προς την περιοχή της επέμβασης
→ μετεγχειρητική αιμορραγία
→ προώθηση σε παρακείμενους ανατομικούς χώρους (σπάνια)
→ κάταγμα της κάτω γνάθου (σπάνια)
Εκτός από τους φρονιμίτες, έγκλειστα ανευρίσκονται πολλές φορές και άλλα δόντια όπως οι κυνόδοντες, οι προγόμφιοι κ.ά.. Αυτά συχνά ανακαλύπτονται σε ακτινογραφικό έλεγχο τυχαία για προσθετικούς λόγους ή για ορθοδοντικό σχέδιο θεραπείας, οπότε και αποφασίζεται το πότε θα χρειαστεί να γίνει η εξαγωγή τους, ανάλογα με το σχέδιο θεραπείας του θεράποντα οδοντιάτρου ή του ορθοδοντικού αντίστοιχα.
Στοματοκολπική Επικοινωνία
Πρόκειται για ένα από τα συνηθέστερα περιστατικά το οποίο θα κληθεί να αντιμετωπίσει άμεσα ο γναθοπροσωπικός χειρουργός ή θα προσέλθει σαν παραπομπή ως επείγον περιστατικό για γναθοχειρουργική αντιμετώπιση. Τα δόντια της άνω γνάθου και συχνότερα οι γομφίοι, βρίσκονται σε στενή σχέση με το έδαφος του ιγμορείου άντρου, με αποτέλεσμα οι άκρες των ριζών τους να βρίσκονται εντός αυτού. Στις περιπτώσεις λοιπόν εξαγωγής των δοντιών της άνω γνάθου συχνά δημιουργείται μία επικοινωνία ανάμεσα στο στόμα και το ιγμόρειο, το οποίο φυσιολογικά είναι μία κλειστή άσηπτη κοιλότητα. Το ιγμόρειο συμμετέχει στη λειτουργία της αναπνοής και της φώνησης. Η παραμονή της επικοινωνίας - σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα να κλείσει άμεσα ή αν δε γίνει αντιληπτή από τον επεμβαίνοντα – θα οδηγήσει σε λοίμωξη του ιγμορείου που είναι οδοντογενούς αιτιολογίας, για αυτό και ονομάζεται οδοντογενής ιγμορίτιδα.
Η άμεση σύγκλειση της στοματοκολπικής επικοινωνίας γίνεται με μια μικρή παρέμβαση στην περιοχή υπό τοπική αναισθησία. Αντιθέτως, η θεραπεία της οδοντογενούς ιγμορίτιδας και γίνεται συνήθως υπό γενική αναισθησία στις συνεργαζόμενες ιδιωτικές κλινικές σε one-day-clinic.
Κύστεις των γνάθων – Ακρορριζεκτομές
Οι κύστεις των γνάθων είναι παθολογικές κοιλότητες μέσα στο οστό των γνάθων, ποικίλης αιτιολογίας. Η σχέση της θέσης τους με τις άκρες των ριζών των δοντιών ή με τη μύλη των έγκλειστων δοντιών ή τέλος η απουσία οποιασδήποτε σχέσης με κάποιο δόντι, έχουν οδηγήσει στην ταξινόμησή τους σε οδοντογενείς και μη οδοντογενείς. Βεβαίως υπάρχουν πάρα πολλοί υποτύποι.
Οι κύστεις διαγιγνώσκονται με ακτινογραφικό έλεγχο και συχνά είναι ασυμπτωματικές. Όταν όμως σταδιακά μεγαλώσουν, μπορεί να προβάλλουν κάτω από το βλεννογόνο του στόματος. Επίσης, αν επιμολυνθούν εμφανίζονται οίδημα και πόνος, καθώς φλεγμαίνουν. Η εκπυρήνιση των κύστεων γίνεται κατά κανόνα με τοπική αναισθησία, ενώ η μετεγχειρητική περίοδος είναι ήπια. Τμήμα του τοιχώματος της κύστης αποστέλλεται για ιστολογική εξέταση, προκειμένου να μπει η τελική διάγνωση για τον ιστολογικό τύπο της κύστης.
Όταν η κύστη σχετίζεται άμεσα με ένα δόντι που έχει νεκρωθεί, το δόντι αυτό θα πρέπει να υποβληθεί πριν την επέμβαση σε ενδοδοντική θεραπεία (απονεύρωση). Στις περιπτώσεις αυτές, θα γίνει ακρορριζεκτομή μαζί με την εκπυρήνιση της κύστης, καθώς η συγκεκριμένη κύστη σχετίζεται αιτιολογικά με αυτό το δόντι που νεκρώθηκε. Στην ακρορριζεκτομή κόβεται και αφαιρείται τμήμα της άκρης της ρίζας του δοντιού 2-3 χιλιοστά. Η νέα άκρη της ρίζας που προκύπτει σφραγίζεται με το κατάλληλο υλικό, ώστε να διασφαλιστεί η στεγανότητα της.
Ο επανέλεγχος είναι ακτινογραφικός και σταδιακά βλέπει κανείς την κυστική κοιλότητα να γεμίζει με οστό.
Επεμβάσεις Μαλακών Μορίων
Μικροί καλοήθεις όγκοι μπορεί να εντοπίζονται στους βλεννογόνους των χειλιών, της παρειάς, στα ούλα, τη γλώσσα , το έδαφος του στόματος και τον ουρανίσκο. Η αφαίρεση τους είναι μια απλή διαδικασία, πρέπει όμως να γίνει με σεβασμό στην ανατομία των υποκείμενων δομών – όπως οι σιελογόνοι αδένες, αγγεία και νεύρα. Το τεμάχιο που αφαιρείται στέλνεται για ιστολογική εξέταση, ώστε να επιβεβαιωθεί η αρχική διάγνωση που βασίζεται στην κλινική εικόνα και την εμπειρία του γιατρού.
Η εκτομή των χαλινών των χειλιών και της γλώσσας αποτελεί επίσης μία συχνή κατάσταση. Οι υπερτροφικοί ή/και οι βραχείς χαλινοί δημιουργούν προβλήματα ορθοδοντικά, περιοδοντολογικά και σε περιπτώσεις προσθετικής. Αφαιρούνται με μία σύντομη επέμβαση.
Προπροσθετική Χειρουργική
Η προπροσθετική χειρουργική αφορά σε μία κατηγορία επεμβάσεων που απαιτείται να γίνουν σε περιπτώσεις που υπάρχουσες ανατομικές δομές, δυσχεραίνουν την τοποθέτηση κάποιας κινητής προσθετικής κατασκευής από τον οδοντίατρο. Κινητές προσθετικές κατασκευές είναι οι ολικές και μερικές οδοντοστοιχίες. Οι δομές που μπορεί να εμποδίζουν την τοποθέτησή τους ή να περιορίζουν την εφαρμογή τους αφαιρούνται.
Τέτοιες δομές είναι - εκτός από τους χαλινούς των χειλιών και της γλώσσας - οι εξοστώσεις στην άνω και στην κάτω γνάθο (torus palatinus και torus mandibularis), το χαμηλό ύψος του οστού των γνάθων (φατνιακές αποφύσεις) και /ή η υψηλή θέση νευρικών τρημάτων.
Οι χαλινοί και οι εξοστώσεις είναι φυσιολογικές ανατομικές δομές, που μπορεί να υπάρχουν στο στόμα από την παιδική ηλικία και να παραμένουν εκεί καθώς δεν αποτελούν επείγον χειρουργικό πρόβλημα και μπορεί να παραμένουν ασυμπτωματικά για πάντα. Στην περίπτωση όμως, που θα γίνει η κατασκευή μιας οδοντοστοιχίας απαιτείται η αφαίρεσή τους, καθώς θα δημιουργούν πρόβλημα στην εφαρμογή και συγκράτηση αυτής.
Το χαμηλό ύψος του οστού των γνάθων και η υψηλή θέση των νευρικών τριμμάτων είναι επίκτητα, προκύπτουν σαν αποτέλεσμα της απορρόφησης και εμφανίζονται σε ασθενείς που παραμένουν χωρίς δόντια για πολλά χρόνια μετά τις εξαγωγές (νωδότητα). Αντιμετωπίζονται με εκβάθυνση της αύλακας ανάμεσα στα χείλη ή τα μάγουλα και στη φατνιακή απόφυση και με μετατόπιση των νευρικών τριμμάτων σε χαμηλότερη θέση. Έτσι, η ολική (ή μερική) οδοντοστοιχία θα «πατήσει» καλύτερα και χωρίς να προκαλεί πόνο από την πίεση των νεύρων.
Ο ασθενής παραπέμπεται από το θεράποντα οδοντίατρο, ο οποίος έχει ήδη κάνει το σχέδιο θεραπείας και έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα με την κλινική εξέταση και με διαγνωστικά αποτυπώματα.